- τιάλλακτον
- τιάλλακτον (τη- cod., extra ordinem)* Σέλευκος παρὰ Ἐπαινέτῳ ἔμβαμμά τι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιάλλακτον — και σε κώδ. τηάλλακτον, τὸ Α (κατά τον Ησύχ.) «Σέλευκος, παρὰ Ἐπαινέτῳ, ἔμβαμμά τι» … Dictionary of Greek